ψυχοβιολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα των ζωικών φαινομένων των φυτών σύμφωνα με τις απόψεις της θεωρίας του ψυχοβιολογισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοβιολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοβιολογία ή στον ψυχοβιολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοβιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
έλλαμψη — η (AM ἔλλαμψις) 1. ακτινοβολία, λάμψη 2. ενθουσιασμός, έκσταση νεοελλ. στη μεταφυσική ψυχοβιολογία η απόκτηση υπερανθρώπινων ιδιοτήτων μσν. ακτινοβολία θερμότητας … Dictionary of Greek
ψυχοβιολογισμός — ο, Ν (φιλοσ.) παλαιά θεωρία κατά την οποία τα φυτά έχουν ψυχή και οι ζωικές λειτουργίες τους διαφέρουν από τις λειτουργίες τών οργανισμών τών ζώων μόνον στον βαθμό πολυπλοκότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοβιολογία + ισμός*] … Dictionary of Greek
ψυχοβιολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοβιολογία ή στον ψυχοβιολογισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοβιολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με την ψυχοβιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)